- βουτυροφάγος
- βου-τῡροφάγος [ᾰ], ου, ὁ,A butter-eater, Anaxandr.41.8 (prob.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βουτυροφάγος — ο αυτός που τρώει βούτυρο ή φαγητά μαγειρεμένα με βούτυρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)